- άσπαστος
- η , ο1) несломанный, неразбитый, нерасколотый; 2) небьющийся
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀσπαστός — welcome masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασπαστός — ή, ό (AM ἀσπαστός, ή, ό) [ασπάζομαι] ο ευπρόσδεκτος νεοελλ. αυτός που μπορεί να γίνει αποδεκτός αρχ. ο επιθυμητός … Dictionary of Greek
άσπαστος — και άσπαγος, η, ο [σπάω] 1. αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να σπάσει («άσπαστη πέτρα», «άσπαστο ποτήρι») 2. ο αδιάσπαστος, ο συνεχής 3. (για γυναίκα) εκείνη που δεν είναι σπασμένη, η αδιακόρευτη … Dictionary of Greek
άσπαστος — η, ο εκείνος που δεν έσπασε ή δε σπάζει, άθραυστος: Τα ποτήρια που πουλούσε τα διαφήμιζε ως άσπαστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσπαστά — ἀσπαστός welcome neut nom/voc/acc pl ἀσπαστά̱ , ἀσπαστός welcome fem nom/voc/acc dual ἀσπαστά̱ , ἀσπαστός welcome fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπαστότερον — ἀσπαστός welcome adverbial comp ἀσπαστός welcome masc acc comp sg ἀσπαστός welcome neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπαστῶν — ἀσπαστός welcome fem gen pl ἀσπαστός welcome masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπαστόν — ἀσπαστός welcome masc acc sg ἀσπαστός welcome neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπαστότατα — ἀσπαστός welcome adverbial superl ἀσπαστός welcome neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπασταί — ἀσπαστός welcome fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπαστοί — ἀσπαστός welcome masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)